- παρακρινώ
- -έω, Μκρίνω παραβάλλοντας, εκφέρω κρίση.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού παρακρίνω κατά τα συνηρημένα ρ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρακρίνω — παρακρί̱νω , παρακρίνω judge falsely aor subj act 1st sg παρακρί̱νω , παρακρίνω judge falsely pres subj act 1st sg παρακρί̱νω , παρακρίνω judge falsely pres ind act 1st sg παρακρί̱νω , παρακρίνω judge falsely aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακρίνω — Α 1. κρίνω εσφαλμένα 2. παθ. παρακρίνομαι παρατάσσομαι («πολλόν δὲ πεζὸν παρακεκριμένον παρὰ τὸν αἰγιαλιόν», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
παρακεκριμένον — παρακρίνω judge falsely perf part mp masc acc sg παρακρίνω judge falsely perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακεκριμένων — παρακρίνω judge falsely perf part mp fem gen pl παρακρίνω judge falsely perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακεκριμένοις — παρακρίνω judge falsely perf part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακρῖναι — παρακρίνω judge falsely aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακρίνει — παρακρί̱νει , παρακρίνω judge falsely aor subj act 3rd sg (epic) παρακρί̱νει , παρακρίνω judge falsely pres ind mp 2nd sg παρακρί̱νει , παρακρίνω judge falsely pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακρινόντων — παρακρῑνόντων , παρακρίνω judge falsely pres part act masc/neut gen pl παρακρῑνόντων , παρακρίνω judge falsely pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… … Dictionary of Greek
παρακριτής — ὁ, Α [παρακρίνω] αυτός που κρίνει εσφαλμένα, που εκφέρει λαθεμένη κρίση … Dictionary of Greek